21/11/09

ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ 1899 - 1944



 ΣΚΟΠΟΣ ΧΑΜΕΝΟΣ

Σ΄εκείνες τις αστροφεγγιές
που προμηνούν καλοκαιριές
μα που τ΄αχείλι πάει να φρίξει,
και που όλη η ψύχρα απ΄τη βραδυά
γίνεται μέσα στην καρδιά
πίκρα και κάματος και πλήξη,

εγώ δεν έμοιασα ποτές
με τους πικρούς τραγουδιστές
που - κάθε βράδυ σα σχολάνε -
απ΄τα παράθυρα περνούν
- που άξαφνοι ανέμοι τα σφαλνούν -
και τραγουδούν, πολλοί, και πάνε...

Κάτω απ΄τον έντονο ουρανό,
τι μ΄έχει κάνει, να πονώ
κι ως τόσο να σωπαίνω, εμένα;
και να γυρεύω μοιρασιά
απ΄τη δική τους ζεστασιά
μες στα τραγούδια, εγώ, τα ξένα;

Δούλευα μέσα μου να πω
κ΄εγώ (ποιός ξέρει!) έναν σκοπό;
Αχ, κι΄όσο αν τρίβη κι΄αν μαζώνη
τα χέρια μου, όμως δε μπορεί
ακόμα η φούχτα σου να βρη
και την ψυχή μου, που κρυώνη...



ΑΡΓΑ, ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ...

Αργά, στο σπίτι σα γυρνώ
τη νύχτα, απ΄την πλατεία περνώ
που κρέμετ΄έρημο φανάρι.
Νoτιά το δέρνει βραδυνή
και το τινάζει απ΄το σχοινί,
σφοδρά, για να το συνεπάρη.

Ταιριάζει ο αγέρας ο κουφός
κι΄αυτό το τρομαγμένο φως
πάνω στους τοίχους που σπαράζει,
κ΄η σύναξη άσωτα παιδιά
που απόμειναν, μες στη βραδυά,
δίχως ψυχή να τα φωνάζη.

Γύρω, στα σύρματα οι αητοί,
και τζάμια πούειναι από χαρτί
- κάθε σημάδι, έχει ένα ταίρι.
Κ΄η φυσαρμόνικα η βαρειά
που κάπου κλαίει - από μακρυά,
σε πίσω τρίστρατο, ποιός ξέρει! -

τον ίσκιο μου (που προσπερνά
και μεγαλώνει - ως τη γωνιά,
ως ότου αγέρας τον αρπάζει,
καθώς τη μαύρη καστανιά
που έχει μαδήσει η χειμωνιά)
μ΄αυτόν τον ίσκιο μου ταιριάζει.



ΑΜΟΥΣΙΑ

Το ξεπεσμένο αρχοντικό
μπουμπούκια και πουλιά το πνίγουν,
περικοκλάδες το τυλίγουν,
σφιχτά, μεστά - σα μυστικό.

Τη χλώρη την τρεμουλιαστή
νερό τρεχάμενο ακραγγίζει,
το λάκκο - λάκκο, και φλιφλίζει
μιαν ευφροσύνη αναβρυτή.

Κόκκινες σέρνει χαρακιές
ο ήλιος στις γρίλλιες του, ως μέσα,
στο κάδρο με την πριγκηπέσσα
και σε κονσόλες παλαιϊκές.

Η πλάση το καταφιλεί,
τόχει - και το σφιχταγκαλιάζει.
Του κάκου: νειότη δεν του μοιάζει,
μα κρύος χειμώνας πιο πολύ.

Κ΄εγώ, άλλο τόσο: δεν μπορώ
ματιά και νόηση να βαθύνω
στην όψη του, κι εγώ τ΄αφήνω
να κλειή τη θύρα στον Καιρό.

Δεν είναι η ώρα η τυχερή,
δε με δονεί, δε με πικραίνει.
Κρύα η καρδιά μου - περιμένει
ουσία και ποίηση να του βρη

- σε ώρα κρυφή; σε τέχνη ξένη;




ΜΙΚΡΕΣ ΑΓΩΝΙΕΣ

Κλαις, που βραδιάζει - κ΄η μητέρα
τη βίζιτά της δεν τελεύει.
Ξένος, στο δρόμο που αγριεύει
σύννεφα κλαις και κρύον αγέρα.

Βρέχει, σα χτες. Απ΄άκρια σ΄άκρια
κατασταλάζει ο κούφιος ήχος ...
Και γίνεται αντίκρυ σου ο τοίχος
σα μάγουλο που τρέχει δάκρυα.

Μα τα παράθυρα η κυρία
φριχτά που βγήκε να σφαλίση,
το γιατί κλαις αν σε ρωτήση,
πες της μια ψεύτικη ιστορία.

Να, εσύ τον κόσμο τον φοβάσαι.
Τ΄άλλα παιδιά δε σ΄αγαπάνε,
σε ρίχνουν χάμω, σ΄ανικάνε...
Κάλιο μέσα στο σπίτι νάσαι

με τη λάμπα, με τα βιβλία,
τα ξυλαράκια στο τραπέζι
και με τον αδερφό που παίζει
το σιδηρόδρομο ή τα πλοία,

κάλλιο στην κάμαρα, που ανοίγει
έναστρη, νυχτομαθημένη
- και το τραγούδι της, που βγαίνει,
μέσα στον τοίχο της το πνίγει.

Στο παράθυρο του Γενάρη
που η μαυρομαντηλούσα η μέρα
τρέμει όλο δάκρυα στον αγέρα
κι΄όλο φριχτό μαργαριτάρι.

Απ΄την ανίδεη γυναίκα
σύρε να κλάψης πάρα πέρα.
- Αχ, πως θα ζήσωμε, μητέρα,
ως τις εννιάμιση; ως τις δέκα;




ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Το πραγματικό του όνομα ήταν Ευάγγελος Ιωάννου. Γεννήθηκε στην Καλαμπάκα και σκοτώθηκε το φθινόπωρο του 1944 ενώ βάδιζε στην οδό Πανεπιστημίου, από αδέσποτη σφαίρα ή θραύσμα χειροβομβίδας. Ποιητής και κριτικός βαθυστόχαστος. Αν η ποίηση του είναι απλά λυρική και χαμηλόφωνη, τα δοκίμια και οι κριτικές του φανερώνουν βαθυστόχαστη σκέψη, πλατιά παιδεία. Πρωτοπαρουσιάστηκε δημοσιεύοντας ποιήματα στη "Διάπλαση των Παίδων" του Γρ.Ξενόπουλου. Το πρώτο βιβλίο που εξέδωσε στα 1921, ήταν μια μετάφραση του των "Στροφών" του Ζαν Μωρέας, του Ελληνογάλλου ποιητή, που απ΄αυτόν επηρεάστηκε βαθιά και το δικό του ποιητικό έργο. Αφού εμφανίζεται συχνά στα Γράμματα με μεταφράσεις κι ανθολογίες, στα 1934 εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Τα βουκολικά και τα εγκώμια". Πρόλαβε μόνο, στα 1939, να εκδώσει και μια δεύτερη ποιητική συλλογή, "Οι καθημερινές". Το άλλο του έργο εκδόθηκε μεταθανάτια.

2 σχόλια: