11/10/09

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ 1921 - 1988
















ΦΥΣΑΕΙ ΣΤΑ ΣΤΑΥΡΟΔΡΟΜΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Παγωνιά
φυσάει στους έρημους δρόμους της πολιτείας
ο άνεμος στροβιλίζει τη σκόνη
παρασέρνει τ΄αποτσίγαρα τα σύννεφα τα χαρτιά
λίγοι μοναχικοί διαβάτες περνάνε βιαστικοί στους δρόμους
φυσάει στις καμινάδες στις στέγες κάτω απ΄τις γέφυρες
φυσάει μες απ΄τ΄αχαμνά σκέλια των κατάδικων που σουλατσάρουν
στα προαύλια των φυλακών
φυσάει στις ματωμένες κοιλιές των γυναικών που γεννάνε
έξω απ΄τις κλειστές πόρτες των νοσοκομείων
φυσάει στις παράγκες στα παραπήγματα στα καπηλειά
φυσάει κάτω απ΄τα παλιά ανάχτορα

Μνημόσυνο για τους πεσόντες

Εξέδρες
τα ψηλά καπέλα των υπουργών
μονύελα
γάντια
ακριβές γούνες
οι φαντάροι στη γραμμή παρουσιάζουν όπλα
πίσω απ΄τις ξιφολόγχες που γυαλίζουν
στριμώχνεται ο λαός

Φάτσες τετράγωνες ρυτιδωμένες
φάτσες μελανιασμένες απ΄το κρύο μελανιασμένες απ΄τις
καπνιές
χοντρά δυνατά σαγώνια σαπισμένα δόντια
μάτια κάτω απ΄τα τσαλακωμένα κασκέτα
κόκκινα και βλοσυρά

Ανάπαυσον ο Θεός τους δούλους σου
αλληλούϊα
φυσάει

Ένας γέρος μισοκοιμάται
ένας σοβατζής με τη φόρμα του χιονισμένη απ΄ασβέστη
δεν υπάρχει διέξοδος
οι Σλάβοι μας απειλούν
ο πόλεμος
ησυχία ησυχία μιλάει ο κύριος υπουργός
ο πόλεμος
αλληλούϊα
φυσάει μες απ΄τα δεκανίκια των σακάτηδων που χτυπάνε
τις πόρτες των πολιτειών

φυσάει μες στις κιθάρες των τυφλών που παίζουν στις γωνιές
των δρόμων
φυσάει ανάμεσα στα κόκκαλα των νεκρών

Μια γυναίκα σφίγγει τρομαγμένη το παιδί της
εκείνο πονάει και μπήγει τις φωνές
σκασμός λοιπόν μιλάει ο υπουργός
ένας αρτεργάτης φτύνει
καθάρματα
αλληλούϊα
κι η φτυσιά του πηγμένη απ΄τ΄αλεύρι φουσκώνει σαν προζύμι
για ένα μεγάλο αυριανό ψωμί
λάβετε φάγετε
φυσάει



25η ΡΑΨΩΔΙΑ ΤΗΣ ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ

Έζησα σ΄έναν κόσμο αλλόκοτο.
Απλώνοντας στους άλλους ένα χέρι
ακρωτηριασμένο απ΄τη δυσπιστία

άνθρωποι κομμένοι κατακόρυφα στη μέση παρακολουθούν τη
λειτουργία της Κυριακής
τ΄άλλο μισό τους παζαρεύει στα μπακάλικα και τα μπορντέλα.

Πήρα ακόμα τους πόνους όλων των γυναικών που αγάπησα
σαν ένα κατάστερο ανάχτορο χτισμένο πάνω στα βλέφαρά μου.

Και νά΄μαι τώρα
                       διασχίζοντας το Άπειρο
πιο ανάλαφρος απ΄τους τρελούς και τα παιδιά

Και ξαφνικά μ΄έλουσε ολόλαμπρη, σα μια δόξα
η άγια χρησιμότητα των πραγμάτων.

ξεπληρώνοντας κάθε αυγή
                όλα τα προαιώνια χρέη

βρήκα τους δικούς μου ήρωες,
               ανυπεράσπιστους
               κι ακατάλυτους
με πανοπλίες από σιδερένια θλίψη.

                             αγαπημένες μου,
εσείς, που ριχτήκατε τη νύχτα πάνω στα μαχαίρια της γύμνιας μου

κι ολόδροσος
σαν ένα χωριάτικο κοιμητήρι που διασχίζει το χρόνο.

Αιώνες ταξίδεψα, βυθίστηκα στο Άπειρο
όπως μέσα στα ξάστερα λαγόνια μιας γυναίκας - κι έφτασα
μέχρι εκεί, πιο εκεί, πιο εκεί, πάντα πιο εκεί,
εκεί, που το Σύμπαν στηρίζεται πάνω στο Άσκοπο

όσα δε ζήσαμε
                αυτά μας ανήκουν -

και ν΄αγκαλιάζονται, όπως ύστερα από΄να μακρύ, απαρηγόρητο
χωρισμό
δυό αδέρφια - βαθιά, βαθιά στιγμή

Οι πλύστρες, στο βάθος, πλέναν τώρα το φως
μέσα στην πίκρα των γενναίων.



ΑΠΑΝΘΙΣΜΑ

Στίχοι γραμμένοι σε πακέτα από τσιγάρα

Πατρίδα, είσαι γεννημένη απ΄τους πεθαμένους
(Πατρίδα)


Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων
εμείς καθόμασταν τα βράδια
και ζωγραφίζαμε σκηνές από την αυριανή ευτυχία του κόσμου.
Έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας.
(Σημαίες)


Κι όταν πεθάνω και δε θά΄μαι ούτε λίγη σκόνη πια μέσα στους
δρόμους σας
τα βιβλία μου, στέρεα κι απλά
θα βρίσκουν πάντοτε μια θέση πάνω στα ξύλινα τραπέζια
ανάμεσα στο ψωμί
και τα εργαλεία του λαού.
(Ποιητική)



Κάτω απ΄τον ίδιο αστερισμό

οι φτωχοί κατακτούν αναίμακτα τα πάρκα

μια γυναίκα πιο κει τόσο θλιμμένη που ο κόσμος θά΄πρεπε
να ξαναρχίσει

όμως κάπου είμαστε όλοι αθώοι, που; θα το βρουν κάποτε οι ιστορικοί,
                   ήδη το έχουν βρει οι αυτόχειρες
(Γεγονότα υπό αίρεσιν)


ρωτάμε αλλά η απάντηση υπάρχει μόνο όσο δεν τη γνωρίζουμε
είμαστε τ΄όνειρο ενός μανιακού, η μεγαλοφυία ενός τρελού που δραπετεύει
                  μέσα σε μια λέξη

έφηβοι θέλαμε ν΄αυτοκτονήσουμε, σκεφτόμαστε τον εαυτό μας νεκρό
           στη μέση της κάμαρας και όλον τον κόσμο γεμάτον έκπληκτο
           θαυμασμό -
τελικά αναβάλαμε απ΄το φόβο μήπως δουν ως το βάθος της ψυχής
         μας

πίσω από κάθε μέθυσο στέκει μια παλιά πικρή λέξη που του ήπιε
             όλο του το κρασί

κι εγώ δεν έχω άλλο όπλο απ΄το να διηγούμαι ψεύτικες ιστορίες
            και να τις πιστεύω

θά΄δινα ένα βασίλειο για μια παιδική νύχτα
(Η δύναμη των λέξεων)


είναι περίεργο αλλά οι άνθρωποι έχουν την ακλόνητη βεβαιότητα
                 πως ο ήλιος θα βγει και τ΄άλλο πρωί
είναι τόσο ωραίο που το συμμεριζόμαστε όλοι μας

πέθανα μέσα σε κάποιο λεωφορείο για να γλιτώσω το εισιτήριο

άνθρωποι αθώοι σαν άγραφες σελίδες
άνθρωποι ανυπεράσπιστοι σαν τις σελίδες που γράφτηκαν πια.
(Ο φρουρός των ημερών)


κι άλλοτε μια αίσθηση ότι κέρδισες το χρόνο σαν μια λέξη ή μια
             ταπείνωση -

ένας άλλος έζησε τη ζωή μας και τώρα πρέπει εμείς να πεθάνουμε
               στη θέση του

και κάποτε θ΄αποδίδουμε δικαιοσύνη μ΄ένα άστρο ή ένα γιασεμί
είμαι μελαγχολικός από ευδαιμονίες απερίγραπτες
είμαι λησμονημένος για να μπορώ να θυμάμαι
(Φωτισμένο Παράθυρο)


είδα αγάλματα να σωριάζονται νεκρά σαν τους ανθρώπους
τραγούδια να πεθαίνουν χωρίς ελπίδα ανάστασης

κι η νύχτα είναι συχνά τόσο όμορφη σα νά΄χεις υπάρξει κι άλλοτε ή
              νά΄χεις πεθάνει αναρίθμητες φορές
(Νυχτερινά προνόμια)


και πάνω στις τζαμαρίες των σταθμών δεν είναι η βροχή, αλλά τα
            τα απραγματοποίητα ταξίδια που κλαίνε

έξω απ΄τα ορφανοτροφεία σωπαίνουν τα διωγμένα παραμύθια

οι άλλοι φτιάχνουν από μας ένα πρόσωπο για δική τους χρήση

θυμάσαι τις ερωτικές στιγμές μας, Άννα, το φύλο σου σαν ένα
              μισανοιγμένο όστρακο που τ΄ακούμπησε εκεί μια μακρινή
              τρικυμία.

α, ζωή, μια χειραψία με το άπειρο πριν χαθείς για πάντα
(Τα μοναχικά βήματα)


οι αναμνήσεις δεν έχουν οίκτο, η σιωπή είναι η μόνη ελευθερία
η ματαιότητα είναι ένας κήπος όπου παίζουμε τους αθάνατους
μαντίλια αποχαιρετισμού ανεμίζουν στο βάθος - ποιος φεύγει, τι
               σημασία έχει

ω, ας μην τελειώσει αυτή η νύχτα που διαβαίνω - που διαβαίνω
                ανυπεράσπιστος και ωραίος ...
(Το φευγαλέο καμπαναριό)



ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ποιητής από τους μαχητικότερους και προοδευτικότερους της μεταπολεμικής γενιάς. Γεννήθηκε στην Αθήνα, όπου κι έζησε ως το θάνατό του, ανάμεσα σε περιόδους εξοριών και φυλακίσεων. Η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε στα 1952 με τίτλο "Η μάχη στην άκρη της νύχτας". Ακολούθησαν πολλά βιβλία, με την ποίησή του να ωριμάζει συνέχεια και να γίνεται όλο και πιο προσωπική και προφητική μαζί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου